- αλαργεύω
- 1. αμετ. отстраняться, отодвигаться; отдаляться (тж. перен. );2. μετ. отстранять, отодвигать; отдалять (тж. перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαργεύω — 1. απομακρύνομαι, ξεμακραίνω, ξαλαργεύω 2. αραιώνω τις σχέσεις μου με κάποιον, αποτραβιέμαι 3. τοποθετώ κάτι μακριά, απομακρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργεμα, αλαργεμός, αλάργεψη] … Dictionary of Greek
αλαργεύω — εψα 1. μτβ., απομακρύνω κάτι: Αλάργεψε τα σκυλιά, γιατί μας ζάλισαν. 2. αμτβ., απομακρύνομαι: Είχαν αρκετά αλαργέψει από το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάργα — και αλάργου επίρρ. 1. (για απόσταση) μακριά, από μακριά 2. (για χρόνο) σε αραιά χρονικά διαστήματα, κάπου κάπου, σιγά σιγά 3. Ναυτ. ανοιχτά τού πελάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. Επιρρ. φράση alla larga «στο ανοιχτό πέλαγος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάργαθε,… … Dictionary of Greek
αλάργεμα — το [αλαργεύω] 1. απομακρύνση, αποτράβηγμα, ξεμάκρεμα … Dictionary of Greek
αλάργεψη — η [αλαργεύω] το αλάργεμα … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αλαργεμός — ο [αλαργεύω] το αλάργεμα … Dictionary of Greek
αλαργευτά — επίρρ. σπάνια, κάπου κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλαργευτός < αλαργεύω] … Dictionary of Greek
αλλάργα — αλλάργεμα, αλλαργεύω κ.λπ. βλ. αλάργα, αλάργεμα, αλαργεύω κ.λπ … Dictionary of Greek
λαργεύω — [λάργα] αλαργεύω … Dictionary of Greek